Juan Jose Borrelli, Part 1




Μέρος 1ο.

Η ώρα δεν περνούσε. Ξύπνιος από τις 5, πρόγευμα στα γρήγορα. Στο τραπέζι η χτεσινή Ηχώ, παρατημένη. Στο πρωτοσέλιδο, δέσποζε η φωτογραφία ενός μαλλιά αργεντίνου. Διαβάζει το άρθρο του πρωτοσέλιδου, ξανά. Θα το είχε διαβάσει καμιά δεκαριά φορές. Σήμερα κατεύθανε ο παικταράς στην Ελλάδα. Δεν ήθελε να δόσει αφορμές, αλλά δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Το βλέμμα του ύποπτο, πρόδιδε το μυστικό του. Στο σύνδεσμο είχαν δόσει ραντεβού για να πάνε αεροδρόμιο να αποθεώσουν τον παικταρά. Στην τσάντα ανάμεσα στα βιβλία είχε βάλει το κασκώλ του. Αυτό με το ξεφτισμένο τριφύλλι. Η συνδεσμιακή του φανέλα καλά κρυμένη κάτω από το βαρύ τρικό που φορούσε. Ήταν Δεκέμβρης, 17 του μήνα το 1991.

Η μάνα του στην άλλη άκρη του τραπεζιού το είχε ψιλοκαταλάβει. “Την έχεις ξεσκίσει αυτή την εφημερίδα. Φτάνει. Αν διάβαζες και για το σχολείο τόσο..”. Δεν απαντάει πίσω. Σήμερα δεν ήθελε να προκαλέσει. Άλλωστε ήταν όλα τόσο καλά σχεδιασμένα. Θα πήγαινε σχολείο για 3 ώρες. Στις 10 θα έκανε κοπάνα με τον Γιάννη, για να πάει στο σύνδεσμο. Εκεί θα βρισκόταν με τους άλλους. Ένα παιδί 2 χρόνια πιο μεγάλο του, του είχε πει πως θα τον πάρει αυτός αεροδρόμιο με τη μηχανή του. “Έχεις καμιά σημαία;”, τον είχε ρωτήσει. “Ναι αμέ” του απαντά. “Φέρτην κι αυτήν, να ανεμίζει το τριφύλλι σε όλη την Αθήνα αύριο!”.

Η πορεία θα ξεκινούσε από την οδό Παναθηναϊκού, πίσω από τη Θύρα 13, στον ναό. Εκεί θα μαζεύονταν όλοι, για να ξεκινήσουν την μηχανοκίνητη πορεία προς το αεροδρόμιο. Θα περνούσε από Βασιλίσσης Σοφίας, Συγγρού και Ποσειδώνος για να καταλήξει Ελληνικό. Η Αθήνα θα πρασίνιζε και πάλι. Για κάτι τέτοιες μέρες ζούσε. Το συναίσθημα αυτό, δεν το άλλαζε με τίποτα άλλο στον κόσμο. Ένα συναίσθημα που μόνο ο Παναθηναϊκός μπορούσε να του προσφέρει.

Ο πατέρας του τον άφησε μπροστά από το σχολείο. Αντί για 200 δραχμές του δίνει ένα 500αρικο. Ρε λες να το είχε ψιλιαστεί; Πριν προλάβει να ρωτήσει κάτι, του λέει: “Και που ‘σαι. Προσεκτικά σήμερα. Αν το μάθει η μάνα σου θα μας κάψεις και τους δυο. Φώναξε και για μένα”. Μαρσάρει και φεύγει στη βροχή.

----

Η πτήση ήταν λες και είχε κρατήσει μια αιωνιότητα. Είχε ακούσει πολλά για την Ελλάδα.Η χώρα ωραία. Οι Έλληνες καλός λαός, φιλόξενος. Και μάλιστα ερχόταν σε μια ιστορική ομάδα. Λίγα χρόνια πριν είχαν φτάσει στους 4 της Ευρώπης. Εκεί είχε παίξει και ο Βερόν. Και ο Ρότσα. Κάτι είχε ακούσει και για τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Τρελλοί με την ομάδα τους, φανατικοί, την ακολουθούν παντού. Του το είχε πει και ο πρώην συμπαίκτης του στην Ρίβερ, ο Φούνες, που είχε πέξει ένα χρόνο στον Ολυμπιακό. “Σαν τους οπαδούς στην Αργεντινή”, σκέφτηκε. “Ίσως αυτό να κάνει την παραμονή μου πιο εύκολη”. 

Ήταν αγχωμένος. Ήταν δεν ήταν 21 χρονών. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του έπαιζε ποδόσφαιρο. Από πολύ μικρός στις ακαδημίες της Ρίβερ. Ακολούθησαν οι μικρές εθνικές και μετά η εκπλήρωση του ονείρου του. Η προαγωγή στην μεγάλη ομάδα της La Banda. Τα 2 πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Καθόλου συμμετοχές. Αλλά πολύ δουλειά στην προπόνηση. Έβλεπε, μάθαινε. Θα έμενε μόνος στο τέλος και θα βαρούσε φάουλ. Θα έστηνε τους κώνους τον ένα πιο κοντά στον άλλο για να τελειοποιήσει την ντρίμπλα του. Θα σούταρε με μανία στην άδεια εστία για να βελτιώσει το σουτ του.
Και η προσπάθεια ανταπέδωσε. Στον 3ο χρόνο, στα 20 του μόλις χρόνια θα γίνει βασικός στην Ρίβερ. Το συναίσθημα του πρώτου γκολ, ποτέ δε θα το ξεχνούσε. O πανηγυρισμός μπροστά από τους Los Millionarios. Είχε καταφέρει να δεθεί μαζί τους. Να γινόταν το ίδιο και στην Ελλάδα;

Έπρεπε να αποδείξει πολλά. Ένας χρόνος καλής μπάλας και μια ομάδα ενδιαφέρθηκε για αυτόν. Και όχι οποιαδήποτε ομάδα. Ο Παναθηναϊκός ήταν γνωστός στην Αργεντινή. Και είχαν δώσει τόσα πολλά λεφτά. Κάτι παραπάνω από 5 εκατομμύρια πέσος. Ή αλλιώς 900 εκατομμύρια δραχμές. Δυσθεόρατο νούμερο για εκείνες τις εποχές.

“We are now arriving at the International Airport of Athens. Thank you for traveling with us and have a nice stay in the beautiful city of Athens”.

“Φτάσαμε κιόλας;” αναρωτιέται. Βυθισμένος μέσα στη σκέψη του, δεν πρόσεξε πότε πέρασε η ώρα. Ο καιρός μουντός, κρύος. Προηγουμένως είχε βρέξει. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, βλέπει απέναντι του 2 κοστουμαρισμένους να τον περιμένουν. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις και το καλοσώρισμα, του λένε: “Έχει έρθει κόσμος. Ήρθαν να σε υποδεχτούν. Μη φοβηθείς. Όλα θα πάνε καλά. Το αυτοκίνητο μας περιμένει μπροστά από την είσοδο του αεροδρομίου”. 

“Τί μου λένε αυτοί;” σκέφτεται. “Κόσμος; Τί κόσμος; Εγώ δεν ξέρω κανέναν εδώ..”.

Ενώ προχωρά προς τον έλεγχο διαβατηρίων, η αγωνία του μεγαλώνει. Κάθε βήμα του προς την έξοδο δυνάμωνε και τους χτύπους της καρδιάς του. Τί θα αντίκρυζε μπροστά του; Κανείς δεν τον είχε ειδοποιήσει. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά. “Οι οπαδοί εδώ αγαπούν την ομάδα τους. Λογικά θα ήρθε μια αντιπροσωπεία από καμιά δεκαριά άτομα να μου πει καλωσόρισες. Το κάνουν κάποτε και στην Αργεντινή”.

Και η μεγάλη στιγμή φτάνει. Η πόρτα ανοίγει.

“ΝΑ ΤΟΣ Ο ΠΑΙΚΤΑΡΑΣ!” 

“ΗΡΘΕ ΡΕ! ΕΦΤΑΣΕ!”

“ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΑΛΗΤΗ ΑΡΓΕΝΤΙΝΕ!”

“WELCOME, WELCOME! WELCOME TO PANATHINAIKOS!”

Το θέαμα που αντίκρυσε δεν περιγράφεται. Πλήθος λαού να βρίσκεται μπροστά του, σε κατάσταση αμόκ. Όλοι να φωνάζουν, όλοι να προσπαθούν να του πουν κάτι. Κάποιοι τον αγγάλιασαν. Τα φλας των δημοσιογράφων να δίνουν και να πέρνουν. Οι τελευταίοι ανήμποροι να κάνουν μια ερώτηση, η λαοθάλασσα τους είχε καταπιεί. Αστυνομία να προσπαθεί να κάνει χώρο για να περάσει. Κάποιος του έβαλε ένα πράσινο κασκώλ στο λαιμό του. Όλοι του χαμογελούσαν. Στα πρόσωπα τους έβλεπε έναν ενθουσιασμό, μια έκσταση που όμοια του δεν είχε δει ξανά στη ζωή του.

Ο φόβος των πρώτων δευτερολέπτων έγινε αμηχανία. Και η αμηχανία έγινε στη συνέχεια χαμόγελο. Και το χαμόγελο έγινε πώρωση, η πώρωση κατευθείαν έγινε αγάπη. Χαμογελούσε κι αυτός σε όλους, έδινε το χέρι του για χειραψία σε όποιον μπορούσε, υπέγραψε και κάποια αυτόγραφα. Ονειρευόταν ή ζούσε πραγματικά αυτή την μοναδική εμπειρία; Η ατμόσφαιρα ήταν σκέτη μαγεία! Αργότερα θα καταλάβαινε και το γιατί. Η Θύρα 13 άλλωστε είναι κάτι μαγικό. Κάτι που δεν μπορείς να φανταστείς, αν δεν το ζεις. Κι αυτός, το έζησε κατευθείαν. Είχε πλέον παραδοθεί στα ξόρκια της 13.. 


----

Το βράδυ στις ειδήσεις η υποδοχή του αργεντίνου μαλλιά ήταν πρώτη είδηση. “Περισσότεροι από 4000 οπαδοί του Παναθηναϊκού υποδέκτηκαν σήμερα με ενθουσιασμό τον Χουάν Χοσέ Μπορέλι στο αεροδρόμιο του Ελληνικού”. Τα μάτια του καρφωμένα στην τηλεόραση. Φοβόταν μην αποκαλυφθεί το μυστικό του. Ήταν άλλωστε στην πρώτη γραμμή. “Ποιός ακούει τη μάνα μου μετά..” σκέφτεται. Ο πατέρας του παρακολουθούσε κι αυτός με προσοχή. Ο Παναθηναϊκός μπορεί να μην ήταν πλέον η προτεραιότητα του, αλλά η αγάπη του για την ομάδα ήταν μεγάλη. 40 τόσων χρονών και τραβιόταν ακόμα στο γήπεδο. Σαν χτες ήταν που τον πήρε για πρώτη φορά στον ναό της Λεοφώρου Αλεξάνδρας και τον μπόλιασε με την Παναθηναϊκή ιδέα. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλά θέματα διαφωνούσαν. Αλλά ο Παναθηναϊκός τους έφερνε πάντα πιο κοντά. “Α να, θα κάνει δηλώσεις” λέει, και δυναμώνει την ένταση. Η μάνα του κοιτούσε αδιάφορη την τηλεόραση, μέχρι που παρατηρά κάτι στο πράσινο κασκώλ που κρεμόταν στο λαιμό του μαλλιά ποδοσφαιριστή. Τα μάτια της γουρλώνουν και κοιτάζουν κατευθείαν το γιό της απειλητικά. 

“Αυτό το κασκώλ δεν είναι δ…” - “‘Ασε μας ρε μάνα!” της απαντά πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτηση της. “Μόνο εγώ έχω ένα τέτοιο κασκώλ νόμισες;”.

Και ενώ η μάνα του είναι έτοιμη να εκραγεί, η φωνή του πατέρα του θα τον σώσει: “Εσύ δεν είναι ώρα να πας για ύπνο; Δες τί ώρα πήγε”.

Αμέσως λέει καληνύχτα και πάει στο δωμάτιο του. Ήταν άλλωστε πτώμα. Η σημερινή όμως μέρα θα του έμενε αξέχαστη. Ικανοποιημένος για όλα όσα έζησε σήμερα, αφήνεται στον Μορφέα. Κι ας μην έβλεπε ποτέ ξανά στη ζωή του, το κασκώλ με το ξεφτισμένο το τριφύλλι.



Τέλος 1ου μέρους.

0 comments:

Post a Comment